- ψευδοκρούπ
- το, Νάκλ. ιατρ. κατάσταση ανάλογη με το κρουπ αλλά οφειλόμενη σε σπασμό τού λάρυγγα, άλλης αιτιολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + κρουπ. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudocroup < pseudo- (< ψευδ(ο)-*) + κρουπ, λ. σκωτικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.