ψευδοκρούπ

ψευδοκρούπ
το, Ν
άκλ. ιατρ. κατάσταση ανάλογη με το κρουπ αλλά οφειλόμενη σε σπασμό τού λάρυγγα, άλλης αιτιολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + κρουπ. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudocroup < pseudo- (< ψευδ(ο)-*) + κρουπ, λ. σκωτικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”